Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

Ενισχυμένη εποπτεία, χωρίς χρήματα

Κυβέρνηση και δανειστές προωθούν ένα μοντέλο 4ετούς ενισχυμένης εποπτείας της χώρας μας, χωρίς όμως χρήματα! 

Το μεταμνημονιακό πλαίσιο που μελετάται περιλαμβάνει μια δέσμη μέτρων και δράσεων, τα οποία η Ελλάδα θα δεσμευτεί να υλοποιήσει. Αντί όμως για χρηματοδότηση, θα λαμβάνει απλώς το «καλώς έχειν» από τους Ευρωπαίους. Με αυτό τον τρόπο θα δίνεται το σήμα στις αγορές ότι η χώρα είναι αξιόπιστη και δεν έχει κατρακυλήσει στις πρακτικές του παρελθόντος. 

Στα υπό συζήτηση μέτρα θα πρέπει να προσθέσουμε και την εφαρμογή όσων έχουν ήδη ψηφισθεί: μείωση συντάξεων (2019), μείωση αφορολόγητου (2019 ή 2020) και υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα 3.5% (2019-22).

Η ίδια η κυβέρνηση επιθυμεί την εποπτεία, ως μέσο για να πείσει τους επενδυτές να τη δανείσουν.

Διότι από εδώ και στο εξής θα πρέπει να δανείζεται από τις αγορές για να ανανεώνει τα ομόλογα που λήγουν. Αυτό το εγχείρημα έχει 3 δυσκολίες:

1. Έλλειψη εμπιστοσύνης των αγορών προς την Ελλάδα

2. Η εποχή του φθηνού χρήματος φτάνει στο τέλος της, Τα επιτόκια αναμένεται να αυξηθούν σταδιακά από το 2019. 

3. Τα ελληνικά ομόλογα παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις, γιατί δεν έχουν «βάθος» και υψηλή εμπορευσιμότητα, ενώ κατέχονται σε μεγάλο ποσοστό από κερδοσκοπικά hedge funds.

Σε περίπτωση λοιπόν μια διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης είναι τα πρώτα που θα πληγούν.

Το μόνο μαξιλάρι ασφαλείας που μας προσφέρεται είναι η συσσώρευση από φέτος περίπου 18 δις αποθεμάτων, ώστε με αυτά να πληρώσουμε τα ομόλογα που λήγουν στο 2019, αν δεν καταφέρουμε να δανειστούμε από τις αγορές. 

Το μαξιλάρι αυτό όμως είναι προσωρινό και ακριβό. Θα έχουμε δηλαδή δανειστεί ένα χρόνο νωρίτερα 18 δις με μέσο επιτόκιο 2,5% (περίπου 4% από αγορές και 1% από ESM). Αυτό ισοδυναμεί με ετήσια επιβάρυνση στον προϋπολογισμό 450 εκ.
Η ειρωνεία είναι πως η κυβέρνηση δέχεται αυτό το σενάριο, ενώ καταγγέλλει περίπου ως προδοσία την εναλλακτική που υπάρχει: την προληπτική γραμμή. Αυτή περιλαμβάνει εξίσου ενισχυμένη εποπτεία, είναι όμως διάρκειας 1 + 1 έτους (αν χρειαστεί δηλαδή καλύπτει και το 2020), ενώ προσφέρει φθηνή χρηματοδότηση με 1% επιτόκιο. Επίσης, παρέχει εγγύηση στους επενδυτές να δανείσουν την Ελλάδα και στις ελληνικές τράπεζες να δανείζονται φθηνά από την ΕΚΤ.

Συγκρίνοντας τις 2 εναλλακτικές, το μοντέλο που προωθείται είναι σαφώς χειρότερο από την προληπτική γραμμή. 

Η κυβέρνηση το επιλέγει αψήφιστα γιατί θέλει να πουλήσει επικοινωνιακά τη δήθεν «καθαρή έξοδο». Οι δε Ευρωπαίοι γιατί η προληπτική γραμμή πρέπει να περάσει από τα κοινοβούλιά τους, κάτι που ασφαλώς δεν επιθυμούν.

Όπως φαίνεται λοιπόν θα πορευθούμε με αυτό και ο Θεός βοηθός…

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Η Ελλάδα έχασε τη μεγάλη ευκαιρία


Η μεγάλη πτώση των χρηματιστηρίων είναι πιθανότατα μια αναμενόμενη διόρθωση και όχι ο προάγγελος μιας νέας οικονομικής κρίσης. Η παγκόσμια οικονομία δείχνει σημάδια πλήρους ανάρρωσης, που στην παρούσα φάση δύσκολα θα ανατραπεί.

Η εποχή όμως του φθηνού χρήματος φτάνει στο τέλος της. Τα τελευταία 3 χρόνια η συγκυρία ήταν πολύ ευνοϊκή, ιδίως για τις χώρες της ευρωζώνης: Μηδενικά επιτόκια, άφθονη ρευστότητα μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης, ελκυστικό-υποτιμημένο ευρώ, φθηνό πετρέλαιο. Όλοι αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν στο τέλος της κρίσης του 2008 και σε μια παγκόσμια οικονομική άνοιξη.

Η Ελλάδα όμως αυτή την 3ετία ακολούθησε τη δική της μοναχική πορεία. 

Το πισωγύρισμα του 2015 έφερε τα capital controls, ένα αχρείαστο 3ο μνημόνιο με υπερφορολόγηση και οριζόντιες περικοπές, 2 χρόνια ύφεση και στασιμότητα. Μετά από 27% συσσωρευμένη πτώση του ΑΕΠ η οικονομία μας θα έπρεπε να είναι το συμπιεσμένο ελατήριο που θα εκτοξευόταν, ιδίως όταν την ίδια στιγμή η παγκόσμια οικονομία αναπτύσσεται με 3,5%. Αντί αυτού, μόλις μετά βίας καταφέραμε το 2017 να καταγράψουμε μικρή ανάπτυξη, η οποία οφείλεται κυρίως στην άνοδο του τουρισμού.

Δεν καταφέραμε να μπούμε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ώστε να πέσει χρήμα στην αγορά. Δεν εκμεταλλευτήκαμε τα μηδενικά επιτόκια δανεισμού, καθώς οι τράπεζες παραμένουν «ζόμπι» και δε δανείζουν τις επιχειρήσεις. Δεν προλάβαμε να βγούμε μόνοι μας στις αγορές και να σταθούμε εκεί για ένα επαρκές χρονικό διάστημα.

Και τώρα που σχεδιάζουμε την έξοδο μας, τα επιτόκια αναμένεται να αυξηθούν και η ποσοτική χαλάρωση τελειώνει. Άρα ο δανεισμός της χώρας θα γίνει πιο ακριβός. Επίσης, το ευρώ έχει ανατιμηθεί έναντι του δολαρίου, κάτι που θα επηρεάσει αρνητικά τόσο τον τουρισμό μας όσο και τις εξαγωγές. Το δε πετρέλαιο ακριβαίνει, βάζοντας ένα επιπλέον φρένο στην αυξημένη οικονομική δραστηριότητα.

 Από τη στιγμή μάλιστα που η ελληνική κυβέρνηση δεν επιθυμεί να πάρει την προληπτική πιστωτική γραμμή για ένα χρόνο, ούτε οι Ευρωπαίοι καίγονται γι αυτό (επειδή πρέπει να περάσει από τα κοινοβούλιά τους), απομένει αναγκαστικά μία λύση: της συσσώρευσης ενός αποθέματος πάνω από €10 δις από τα χρήματα του μνημονίου ως «μαξιλάρι» ασφαλείας. 

Έχοντας αυτό η χώρα θα προσπαθήσει να περάσει το δύσκολο 2019, όταν και λήγουν ομόλογα 12 δις συν τα βραχυπρόθεσμα δάνεια.

Σε κάθε περίπτωση ο βαθμός δυσκολίας ανεβαίνει.