Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

Μας συμφέρει ή όχι να φύγει το ΔΝΤ?

Έχει ανάψει τις τελευταίες ημέρες η συζήτηση για το αν το ΔΝΤ θα βάλει εκ νέου χρήματα στο ελληνικό πρόγραμμα ή θα συνεχίσει με δευτερεύοντα ρόλο, ως τεχνικός σύμβουλος.

Η ελληνική κυβέρνηση, η οποία προ μηνών είχε στείλει δια του υπουργού οικονομικών δύο φορές επιστολή προς τους θεσμούς εκφράζοντας την επιθυμία της να παραμείνει ενεργό το ταμείο στο πρόγραμμα, σήμερα πετάει τη σκούφια της για τη διακριτική αποχώρησή του. Η αιτία αυτής της μεταστροφής έγκειται ασφαλώς στην άκαμπτη στάση που υιοθετεί το ταμείο για θέσπιση νέων δημοσιονομικών μέτρων, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος του 3,5% (€6,1 δις) πρωτογενούς πλεονάσματος το 2018.
Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι το ΔΝΤ εδώ και 2,5 χρόνια (από τον Ιούνιο 2014) δεν έχει δώσει στην Ελλάδα ούτε ένα ευρώ. Μάλιστα από τον περασμένο Φλεβάρη η συμμετοχή του έχει επισήμως τερματιστεί. Κι όμως η στάση του και η γνώμη του παραμένει ιδιαίτερα βαρύνουσα κατά την εξέλιξη της εκάστοτε αξιολόγησης. Θεωρείται δε από τους ευρωπαίους αναντικατάστατο και βασική προϋπόθεση για να συνεχίσουν τα κοινοβούλιά τους να εγκρίνουν τη χρηματοδότηση προς την Ελλάδα.
Για το ίδιο το ταμείο η Ελλάδα είναι μακράν η σημαντικότερη και μεγαλύτερη υπόθεση που έχει αναλάβει αυτό το διάστημα. Λαμβάνει από τη χώρα τόκους πάνω από €600 εκ ετησίως, ενώ κάθε χρόνο εισπράττει δόσεις αποπληρωμής των δανείων του (αρχικά €32 δις, σήμερα το υπόλοιπο είναι περί τα €17 δις). Επιπλέον είναι η πρώτη φορά που παρεμβαίνει σε ευρωπαϊκό οικονομικό ζήτημα. Γίνεται λοιπόν εύκολα αντιληπτό ότι τα συμφέροντά του που διακυβεύονται είναι πολύ μεγάλα για να τα αφήσει στην τύχη τους.
Σε αυτά τα 7 χρόνια συμμετοχής του στο ελληνικό πρόγραμμα έχει στιγματιστεί για τις κατά καιρούς λάθος εκτιμήσεις του και τη μονόπλευρη εμμονή του σε αυστηρά δημοσιονομικά μέτρα. Από την άλλη όμως λόγω της πολυετούς πείρας του είναι το μόνο από τους θεσμούς που προσπαθεί να δει το πρόβλημα σε μακροχρόνια βάση, εν αντιθέσει με τους ευρωπαίους, οι οποίοι συχνά για πολιτικούς εσωτερικούς λόγους ενδιαφέρονται απλά να σπρώξουν το τενεκεδάκι πιο κάτω. Επίσης είναι ο μόνος σύμμαχος τη Ελλάδας στο θέμα της ελάφρυνσης του χρέους. Αν δεν ήταν η δική του αφόρητη πίεση, δε θα συζητούσαμε σήμερα τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, που θα προστατεύσουν την Ελλάδα από πιθανή αύξηση των επιτοκίων στο μέλλον.
Το ΔΝΤ όμως βάσει καταστατικού απαγορεύεται να συμμετέχει σε μια χώρα, της οποίας το χρέος δεν είναι βιώσιμο. Παραβίασε τον όρο αυτό το 2010 με την Ελλάδα, όπου δεν απαίτησε εκ των προτέρων ελάφρυνση χρέους, λάθος που δηλώνει πως δεν πρόκειται να επαναλάβει. Εδώ δημιουργείται η τριβή με τους Γερμανούς και τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες δε θέλουν να ακούσουν για γενναία ρύθμιση των δανείων που έχουν δώσει μέσω των προϋπολογισμών τους, φοβούμενες εσωτερικές αντιδράσεις.
Γι αυτό το λόγο οι δηλώσεις προ ημερών του Γερμανού υπουργού οικονομικών κ. Σόιμπλε ότι αν φύγει το ΔΝΤ τη θέση του θα πάρει ο ESM και η Ευρώπη θα διαπραγματευτεί νέο μνημόνιο με την Ελλάδα, είναι μήνυμα και προς το ταμείο και προς τη χώρα μας. Προς το ταμείο υπαινίσσεται πως αν επιμείνει στην απαίτησή του για εδώ και τώρα μεγάλη ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, η Ευρώπη θα αναγκαστεί να ακολουθήσει το σχέδιο Β και να συνεχίσει μόνη της. Προς την Ελλάδα δηλώνει ανοιχτά ότι καλό θα είναι να προτιμήσει την ενεργό συμμετοχή του ταμείου, γιατί η εναλλακτική λύση είναι να ξεκινήσουν μακρές και επίπονες διαδικασίες για ένα 4ο μνημόνιο, κάτι που προφανώς θα αποτελέσει θρυαλλίδα εσωτερικών πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων με άγνωστες συνέπειες για τη χώρα.
Αν τελικώς το ΔΝΤ παραμείνει απλά σε ρόλο συμβούλου οι θετικές συνέπειες θα είναι:
• Ο ESM θα αγοράσει το υπόλοιπο των δανείων του ΔΝΤ προς την Ελλάδα. Η ανακούφιση για τη χώρα μας θα είναι τεράστια, καθώς δάνεια που θα έπρεπε να αποπληρώσει σταδιακά μέχρι το 2024 θα πάνε πίσω πάνω από 30 χρόνια, ενώ το επιτόκιο θα μειωθεί από 3,65% σε 1%, εξοικονομώντας μεγάλα ποσά τόκων.
• Μειώνεται η διάσταση απόψεων μεταξύ των θεσμών και το ελληνικό ζήτημα γίνεται αμιγώς ευρωπαϊκή υπόθεση.
• Ένας σκληρός και άκαμπτος παίχτης στις διαπραγματεύσεις μένει απέξω
Αντίθετα οι αρνητικές επιπτώσεις είναι οι εξής:
• Το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους παγώνει επ’ αόριστον
• Η Γερμανία μέσω του ESM αναλαμβάνει και επίσημα το ρόλο του σκληρού στις διαπραγματεύσεις.
• Ενδεχόμενη έναρξη των διαπραγματεύσεων για νέο μνημόνιο απειλεί να τινάξει στον αέρα την προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Η διαδικασία θα είναι μακρά και επαχθής, ιδίως εν μέσω εκλογών σε Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία και άνοδο των ευρωσκεπτικιστών. Θα προκαλέσει δε αβεβαιότητα και θα αναζωπυρώσει τα σενάρια περί εξόδου της χώρας από το ευρώ.
Οι παραπάνω επιπτώσεις τείνουν να εξαλείψουν τα οφέλη από την αποχώρηση του ΔΝΤ και να καταστήσουν εξίσου περίπλοκη και δύσκολη την κατάσταση για την Ελλάδα.

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

Το πελατειακό κράτος ζει και βασιλεύει

Θλιβερή εντύπωση προκαλούν τα επίσημα στοιχεία απογραφής του υπουργείου διοικητικής μεταρρύθμισης, στην οποία εμφανίζονται να έχουν γίνει 25.500 προσλήψεις στο δημόσιο κατά την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ANEΛ.
Πιο συγκεκριμένα, σε σύγκριση με το Δεκέμβριο 2014 παρατηρούνται:
2.700 προσλήψεις χωρίς καμία περιγραφή και με μοναδική διευκρίνιση ότι «εξαιρούνται από τον ισχύοντα κανόνα προσλήψεων»
200 επιπλέον μετακλητοί υπάλληλοι
550 επιπλέον υπάλληλοι ορισμένου χρόνου
1.630 παραπάνω αιρετοί
2.400 παραπάνω υπάλληλοι κατηγορίας «λοιπών περιπτώσεων» (επίσης χωρίς καμια περαιτέρω διευκρίνιση)
10.500 σε υπουργεία, δήμους, ανεξάρτητες αρχές και βουλή.
Επαναφορά των 7.500 υπαλλήλων (καθαρίστριες, σχολικοί φύλακες, διοικητικοί πανεπιστημίων κλπ)
Σύνολο: 25.500
Σε αυτό το νούμερο δεν περιλαμβάνονται περίπου 10.000 νέες προσλήψεις σε κοινοτικά προγράμματα, οι οποίες δεν εμφανίζονται στον πίνακα της απογραφής των δημοσίων υπαλλήλων.
Όλες οι παραπάνω προσλήψεις επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό με επιπρόσθετο κόστος μισθοδοσίας άνω των 600 εκατ. ευρώ ετησίως. Για να αντισταθμίσει αυτή την τεράστια δαπάνη η κυβέρνηση προβαίνει σε φοροεπιδρομή.
Ενδεικτικά: αν δεν είχαν γίνει οι προσλήψεις ημετέρων θα είχε αποφευχθεί η αύξηση του ΦΠΑ από 23% σε 24% (πρόβλεψη εσόδων €437 εκ) και η κατάργηση της έκπτωσης ΦΠΑ στα νησιά (€150 εκ).
Εναλλακτικά, θα μπορούσε να μην επιβληθεί η αυξημένη έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης (€704 εκ.) ή αντίστοιχα, θα μπορούσαν να μην είχαν επιβληθεί 5 νέοι φόροι: η αύξηση του ΕΦΚ στα πετρελαιοειδή προϊόντα (πρόβλεψη εσόδων €422 εκ.), στα τσιγάρα (€142 εκ.) και στο ζύθο (€62 εκ.), ο φόρος στον καφέ (€62 εκ.) και η αύξηση του τέλους σταθερής τηλεφωνίας (€54 εκ.).
Την ίδια στιγμή που οι κυβερνώντες γονατίζουν με υπέρογκους φόρους και εισφορές τα νοικοκυριά και όλους ανεξαιρέτως τους επαγγελματικούς κλάδους, επιδίδονται σε ένα μαραθώνιο προσλήψεων συγγενών και κομματικών φίλων. Χτίζουν δηλαδή το δικό τους πελατειακό κράτος, συντηρώντας μια από τις μεγάλες παθογένειες της χωράς, οι οποίες οδήγησαν στη χρεοκοπία του 2010.

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

Το κρίσιμο 2017: Ανάκαμψη ή Αβεβαιότητα;

Η χρονιά που έρχεται είναι κομβική για τη χώρα, καθώς θα κριθούν πολλά σε σχέση με την εξέλιξη του ελληνικού προγράμματος και την πορεία της οικονομίας. Οι έχοντες την ευθύνη διακυβέρνησης θα κληθούν να πάρουν καθοριστικές αποφάσεις. Τις εξελίξεις όμως αναμένεται να επηρεάσουν σοβαρά και διάφοροι εξωγενείς παράγοντες.
Δύο είναι τα βασικά σενάρια για την επόμενη ημέρα.
Θετικό σενάριο: Η αξιολόγηση κλείνει εντός του 1ου τριμήνου. Η Ελλάδα έχοντας εξασφαλίσει τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, λαμβάνει ρητή δέσμευση για μακροπρόθεσμη ρύθμιση με το πέρας του προγράμματος το 2018. Βάσει αυτού καταφέρνει να συμμετάσχει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης από τον Μάρτιο μέχρι τα τέλη του 2017, το οποίο θα χρηματοδοτεί κάθε μήνα με 600-700 εκ. τράπεζες και μεγάλες εταιρείες.
Παρά την αύξηση φόρων και εισφορών και τη μείωση συντάξεων και ΕΚΑΣ, η οικονομία μπαίνει σε μια κανονικότητα καταγράφοντας επιτέλους ανάπτυξη. Όλα τα παραπάνω καλλιεργούν έδαφος ανάκτησης της εμπιστοσύνης, ώστε προς τα τέλη του έτους η Ελλάδα να βγει δειλά στις αγορές και να ελπίζει πως στα μέσα του 2018 που λήγει το πρόγραμμα θα αποφύγει νέες περιπέτειες.
Αρνητικό σενάριο: Η διαπραγμάτευση «κολλάει» και δεν κλείνει. Χάνουμε τη συμμετοχή μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ενώ η αβεβαιότητα ανακόπτει την οικονομική ανάκαμψη. Εφόσον αυτή η κατάσταση τραβήξει χρονικά, επέρχεται ασφυξία στην αγορά και έλλειψη ρευστότητας στα κρατικά ταμεία. Η κλιμακούμενη ένταση με τους δανειστές συντηρεί την πιθανότητα ρήξης και αδυναμίας αποπληρωμής των ομολόγων προς την ΕΚΤ τον Ιούλιο. Αυξάνει δε την τάση του ευρωσκεπτικισμού ανάμεσα στους πολίτες.
Εν ολίγοις η Ελλάδα επιστρέφει στις ζοφερές ημέρες του 2015, με απρόβλεπτες μάλιστα πολιτικές εξελίξεις. Ακόμα κι αν υπάρξει μια συμβιβαστική λύση και δε φτάσουν τα πράγματα στα άκρα, η προοπτική εξόδου στις αγορές το 2018 έχει απομακρυνθεί οριστικά. Αυτό θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε συζητήσεις για 4ο μνημόνιο, ενώ οι σκληρές φωνές της Ευρώπης αναμένεται να θέσουν στο τραπέζι θέμα Grexit.

Δυσμενείς διεθνείς συσχετισμοί


Στη Γαλλία η διαφαινόμενη στροφή προς μια συντηρητική κυβέρνηση, υπέρ του οικονομικού προστατευτισμού ενδέχεται να μεταβάλλει τη σημερινή πολύ φιλική στάση της χώρας προς την Ελλάδα. Αντίστοιχα και στη Γερμανία ακόμα κι αν επανεκλεγεί η κ. Μέρκελ, η ισχυρή παρουσία του ξενοφοβικού AFD και το πρόσφατο τρομοκρατικό χτύπημα στην καρδιά του Βερολίνου σίγουρα θα οδηγήσει σε πιο σκληρή γραμμή τόσο στο προσφυγικό όσο και στα δημοσιονομικά θέματα. Επίσης η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ εκτός ότι γεννά ανασφάλεια σχετικά με την πολιτική που θα ακολουθήσει, στερεί έναν πολύτιμο σύμμαχο, όπως ήταν στα χρόνια της κρίσης ο πρόεδρος Ομπάμα.
Αν το 2017 είναι έτος ανάκαμψης, τότε θα μπουν τα θεμέλια για μια ανοδική πορεία στο μέλλον. Αν όχι, ας είμαστε προετοιμασμένοι για τα χειρότερα.

Ο ρόλος του ΔΝΤ


Η άποψη πολλών κυβερνητικών στελεχών ότι εφόσον ο Τραμπ δεν ενδιαφέρεται για το ελληνικό πρόγραμμα θα πείσει το ΔΝΤ να αποχωρήσει, στερείται πραγματικότητας. Πρώτον για το ταμείο η Ελλάδα είναι με διαφορά η μεγαλύτερη υπόθεση που έχει αναλάβει αυτό το διάστημα. Έχοντας δώσει €32 δισ. μέχρι σήμερα και έχοντας λαμβάνειν σταθερά κάθε χρόνο τόκους και δόσεις αποπληρωμής, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι διακυβεύει υψηλά συμφέροντά του, που δύσκολα θα τα απεμπολήσει. Δεύτερον, οι Ευρωπαίοι και ιδιαίτερα οι Γερμανοί, δεν κουράζονται να επαναλάβουν πόσο σημαντική θεωρούν την ενεργή παρουσία του ταμείου στο πρόγραμμα. Το ΔΝΤ προφανώς παίζει το ρόλο του θεματοφύλακα των συμφερόντων τους, ώστε να πείθουν τα κοινοβούλια και την κοινή γνώμη των χωρών τους για τη συνέχιση της χρηματοδότησης προς την Ελλάδα.
Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να επιδείξει ωριμότητα και ρεαλισμό και να χειριστεί όλα τα θέματα (οικονομικά και εθνικά) με ιδιαίτερα λεπτούς και σώφρονες χειρισμούς. Αν το 2017 είναι έτος ανάκαμψης, τότε θα μπουν τα θεμέλια για μια ανοδική πορεία στο μέλλον. Αν όχι, ας είμαστε προετοιμασμένοι για τα χειρότερα.